Η αγγλική γλώσσα είναι γλώσσα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας και ειδικότερα του δυτικού γερμανικού υποκλάδου του γερμανικού κλάδου. Συγκεκριμένα αποτελεί μέλος της αγγλικής υποομάδας της αγγλοφριζικής ομάδας. Η αγγλική γλώσσα έλκει την καταγωγή της από την Αγγλία και είναι η μητρική γλώσσα της πλειονότητας των κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Αγγλόφωνης Καραϊβικής. Χρησιμοποιείται, επίσης, ως δεύτερη ή επίσημη γλώσσα σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως σε όσες αποτελούν μέλη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, καθώς και σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς.
Η σύγχρονη αγγλική γλώσσα, η οποία μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως η πρώτη παγκόσμια lingua franca, κατέχει κυρίαρχη θέση ως διεθνής γλώσσα στους τομείς των επικοινωνιών, της επιστήμης, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της διπλωματίας, της ψυχαγωγίας, της αεροναυτιλίας και της ραδιοεπικοινωνίας, και των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου. Αποτελεί μία από τις συνολικά έξι επίσημες γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μία από τις 23 επίσημες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου κατέχει τη δεύτερη θέση ως μητρική γλώσσα και την πρώτη ως ξένη γλώσσα με ποσοστό 51%, τη μοναδική επίσημη της Κοινοπολιτείας των Εθνών.
Αφετηρία της τεράστιας εξάπλωσης της αγγλικής γλώσσας υπήρξε η ίδρυση αποικιών, οι πολεμικές κατακτήσεις και οι διπλωματικές συμφωνίες, οι οποίες οδήγησαν στην ίδρυση κτήσεων, αποικιακών κρατών και προτεκτοράτων και στην κατοχή περιοχών υπό το καθεστώς της εντολής, τις οποίες πέτυχε το Ηνωμένο Βασίλειο από τον 16ο έως και τον 20ο αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στα τέλη του 19ου αιώνα η πολιτική ισχύς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας επέβαλε την αναγνώριση της αγγλικής γλώσσας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ένας ακόμη σημαντικός λόγος που βοήθησε στην εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας, αποτέλεσε η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η πλειοψηφία των κατοίκων των οποίων έχει ως μητρική γλώσσα την αγγλική, σε υπερδύναμη μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και η επακόλουθη οικονομική και πολιτιστική επιρροή τους παγκοσμίως, με τη βοήθεια και της εξάπλωσης των μέσων ενημέρωσης και του διαδικτύου.
Η γνώση της αγγλικής έχει καταστεί απαραίτητη σε ένα ευρύ εργασιακό φάσμα, ενώ σε πολλές χώρες, στις οποίες δεν αποτελεί επίσημη γλώσσα, είναι απαραίτητη ως προσόν για την εξεύρεση εργασίας, με αποτέλεσμα πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλον τον κόσμο να την μιλούν, τουλάχιστον στο βασικό της επίπεδο.Στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης τα Αγγλικά διδάσκονται από την τρίτη τάξη του Δημοτικού μέχρι την τρίτη τάξη του Λυκείου ως πρώτη ξένη γλώσσα.
Η παγκόσμια εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας και η χρήση της ως διεθνούς γλώσσας, συνέτεινε στη συρρίκνωση της γλωσσικής ποικιλομορφίας, κυρίως στις περιοχές της Αυστραλασίας και της Βόρειας Αμερικής, ενώ μέσω της συνεχούς επίδρασής της, συνέτεινε στη γλωσσική φθορά άλλων γλωσσών, από την άποψη του λεξιλογίου, της γραμματικής και του συντακτικού. Από την άλλη μεριά, όμως, αυτή καθαυτή η παγκόσμια εξάπλωσή της συνέτεινε στη φθορά της ίδιας της αγγλικής γλώσσας από τις κατά τόπους πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες τη χρησιμοποιούσαν και τη χρησιμοποιούν, γεγονός το οποίο κατέληξε έως και στη δημιουργία γλωσσών διαφορετικής γλωσσικής οικογένειας, όπως είναι οι κρεολικές γλώσσες και οι γλώσσες πίτζιν.
Πηγή: Wikipedia